κλαρονομώ

κλαρονομώ
κλαρονομῶ, -έω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κληρονομώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κληρονομώ — και άω (AM κληρονομῶ, έω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) [κληρονόμος] 1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”